- γνωριστική
- γνωριστικόςcapable of apprehendingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γνωριστικῇ — γνωριστικός capable of apprehending fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραστικός — ή, όν, Α [πειράζω] 1. αυτός που αρμόζει σε δοκιμή, με τον οποίο γίνεται η δοκιμή, δοκιμαστικός («ἔστι δ ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστική», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. «ἡ πειραστική» (ενν. τέχνη ή επιστήμη) κλάδος τής… … Dictionary of Greek
ГАВРИИЛ ИЗ МОНАСТЫРЯ КСАНФОПУЛОВ — (1 я пол. сер. XV в., К поль), иером., доместик, визант. муз. теоретик, мелург. Автор музыкально теоретического трактата «О знаках и интервалах в церковном пении и [о] их этимологии» (существуют и др. варианты заглавия), названный в рукописи XVI… … Православная энциклопедия